- τραβερσάδα
- η, Νναυτ. (ιδιωμ. τ.) διάπλους από λιμάνι σε λιμάνι, ιδίως όταν αυτός δεν γίνεται ως τακτικό, αλλά ως περιστασιακό δρομολόγιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. traversata «διάπλους, διάβαση διά μέσου θάλασσας»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τραβερσάρω — Ν ναυτ. (ιδιωμ. τ.) κάνω τραβερσάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. traversare «διέρχομαι, διαπλέω»] … Dictionary of Greek